Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπὶ τὰς θύρας

См. также в других словарях:

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • JANUARUM Potestates — apud Tertullian. Ianitores sunt, quibus Cancellorum Potestates, h. e. Cancellarios iungit, quorum illi οἱ ἐπὶ θυρῶν, isti οἱ ἐπὶ κιγκλίδων, Graecis dicti sunt. Apud Vett. enim solidis foribus, praecipue in prima ianua, praeponebantur cancellatae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… …   Dictionary of Greek

  • двьрь — ДВЬР|Ь (391), И с., чаще мн. Дверь, створка, ворота, закрывающие вход в помещение: Стѹпивъ въ двьри цр҃квьны˫а. помысли сама врата нб҃сна˫а прошьдъ. Изб 1076, 55; и прѣдъ двьрьми твоими стоѭ рѹкɤ || простьръ. Там же, 94 об.–95; Врата небесьнаѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»